- ψέγεται
- ψέγωblame: pres ind mp 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ψέγεται — ψέγω blame pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπερίψογος — εὐπερίψογος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον ψόγο, αυτός που ψέγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *περι ψέγω] … Dictionary of Greek
λεοντώδης — ες (Α λεοντώδης, ῶδες) [λέων] αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες α) η φύση τού λιονταριού («ἡ δ αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές… … Dictionary of Greek